- ξεθερμίζω
- μετ. мыть или споласкивать тёплой или горячей водой (посуду)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξεθερμίζω — πλένω μαγειρικά και επιτραπέζια σκεύη με ζεστό σταχτόνερο. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. ξ(ε) * + θερμίζω] … Dictionary of Greek
ξεθερμίζω — ξεθέρμισα, ξεθερμίστηκα, ξεπλύνω τα μαγειρικά σκεύη με ζεστό νερό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξεθέρμισμα — το [ξεθερμίζω] ξέπλυμα μαγειρικού ή επιτραπέζιου σκεύους με ζεστό σταχτόνερο … Dictionary of Greek